διφασικός

διφασικός
-ή, -ό
(για το ηλεκτρικό ρεύμα), το ρεύμα με δύο φάσεις, εναλλασσόμενο ρεύμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διφασικός — ή, ό 1. αυτός που έχει δύο φάσεις 2. φρ. διφασικό σύστημα δύο ρευμάτων ή δύο τάσεων εναλλασσόμενων, τής ίδιας συχνότητας και τού ίδιου πλάτους 3. «διφασική περιέλιξη» περιέλιξη διαμορφωμένη κατάλληλα για την παραγωγή διφασικών ρευμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”